Η ιδέα με απασχολεί από παλιά. Είναι δυνατό να διαχωριστεί η πολυτέλεια από όπλα ύψιστης ποιότητας, και έτσι να μείνει η χρηστικότητα, η απόλαυση χρήσης αλλά σε αρκετά χαμηλότερη τιμή; Το έχει καταφέρει κανένας κατασκευαστής; Θα δούμε την απάντηση σε λίγο και θας μας εκπλήξει.
Μα θα πει κανείς, αυτό έκαναν πολλοί κατασκευαστές όταν έληξαν οι αγγλικές πατέντες στα τέλη του 19ου αιώνα. Η απάντηση είναι και ναι και όχι.
Οι κατασκευαστές που είχαν την ικανότητα να κατασκευάσουν όπλα ύψιστης ποιότητας, όπως πχ οι Βέλγοι όπως Lebeau Courally, Francotte, Brancaert έφτιαξαν δίκαννα που ήταν εξίσου καλά, και εξίσου πολυτελή και ακριβά με τα αγγλικά.
Οι Ισπανοί ακολούθησαν το αγγλικό μοτίβο, αλλά με χαμηλότερο κόστος και βέβαια χαμηλότερη ποιότητα ειδικά στα εσωτερικά μέρη.
Στην πλειονότητα οι περισσότεροι κατασκευαστές που θέλησαν να ακολουθήσουν τα αγγλικά πρότυπα επέλεξαν την εξωτερική αισθητική και αρκετά μειωμένη εσωτερική ποιότητα. Η αντίθετη επιλογή, η κατασκευή εξαιρετικής εσωτερικής ποιότητας με λιτή εξωτερική εμφάνιση είναι σχεδόν άγνωστη. Σχεδόν, διότι υπάρχει ένα δίκαννο που προσέφερε εξαιρετική ποιότητα μηχανισμού και εφαρμογών στα μεταλλικά μέρη σε ένα εμφανισιακά λιτό σύνολο. Και βέβαια η τιμή ήταν χαμηλή.
Αυτό το δίκαννο είναι το σουηδικό Husqvarna. Η παραγωγή των Husqvarna ξεκίνησε με μηχανισμό τύπου Λεφωσέ όπου η πάπια είναι και μοχλός ανοίγματος. Μετά ακολούθησαν μοντέλα με συμβατικό άνοιγμα με πεταλούδα και τελικά βγήκαν και μοντέλα με μηχανισμό Ανσον-Ντήλυ με μισές φωτιές. Οι γνώστες των Husqvarna θεωρούν τα κοκοροτούφεκα ως τα πιο ποιοτικά δίκαννα της εταιρείας. Από προσωπική εξέταση διαφόρων κοκοροτούφεκων Husqvarna καταλαβαίνω γιατί.
Τα περισσότερα δίκαννα της Husqvarna της εποχής του μεσοπολέμου ακολουθούσαν το αγγλικό σχήμα κοκοροτούφεκου με κυρτή βάση μακρυές φωτιές με το ελατήριο πίσω (back action), κάννες με συγκόλληση χελιδονουράς (το ίδιο σύστημα που εφάρμοζε και ο Greener) και περαστό κλειδί. Πρόκειται για συνηθισμένες προδιαγραφές που ακολούθησαν και άλλοι κατασκευαστές. Η διαφορά είναι ότι η Husqvarna σε αυτό το λιτό σύστημα έβαζε εξαιρετικά υλικά, όπως ποιοτικά σουηδικά ατσάλια, και εξαιρετική ποιότητα κατασκευής.
Οι εφαρμογές σε κάθε σημείο του όπλου αντέχουν άνετα σύγκριση με τα καλύτερα αγγλικά όπλα. Ειδικά η ποιότητα των φωτιών, των πυροδοτικών μηχανισμών, σε μερικά σημεία είναι ανώτερη ακόμη και από τα καλύτερα αγγλικά όπλα. Δυστυχώς χάθηκαν οι φωτογραφίες που είχα από τις φωτιές παλιών Husqvarna. Την πρώτη φορά που άνοιξα και είδα τις φωτιές δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτή η ποιότητα κατασκευής, με απόλυτα τετραγωνισμένες γωνίες, με εφαρμοστές βίδες, με υποδειγματικό φινίρισμα επιφανείας και τέλεια διαμορφωμένα ελατήρια ήταν εργοστασιακή δουλειά ρουτίνας.
Η εξωτερική εμφάνιση σε όλα τα κοκοροτούφεκα Husqvarna που εξέτασα ήταν πάντα λιτή. Δεν υπήρχε σκάλισμα, το φινίρισμα ήταν μια μουντή ταρταρούγα. ενώ ατα ξύλα ήταν μεν από καλά ξηραμένη καρυδιά αλλά χωρίς νερά. Βέβαια οι έμπειροι οπλόφιλοι μπορούν να διακρίνουν ακόμα και μέσα από την απόλυτη λιτότητα λεπτομέρειες που προδίδουν την ποιότητα. Η πλάκα της σκανδάλης είναι εφαρμοσμένη στη βάση με εξογκώματα στο πλάι ώστε να είναι απόλυτα στιβαρή η σύνδεση της πλάκας με τη βάση. Οι βίδες είναι εφαρμοσμένες και οι σχισμές είναι παράλληλες με τον άξονα των καννών, και αυτό σε εργοστασιακό όπλο που δεν θεωρείτο χειροποίητο και δεν ήταν ακριβό. Παρά τη στιβαρή κατασκευή δεν ήταν βαριά όπλα. Το κοκοροτούφεκο των φωτογραφιών ζυγίζει 2,9 κιλά.
Μεταπολεμικά η Husqvarna πέρασε στα δίκαννα με μισές φωτιές, και αυτά λιτά και πολύ καλοφτιαγμένα. Τα αρχεία δείχνουν ότι σταμάτησε η παραγωγή λειόκαννων το 1977.
Η αγορά για τα δίκαννα της Husqvarna δεν ήταν μεγάλη. Η κύρια αγορά ήταν η Σουηδία και οι γειτονικές σκανδιναβικές χώρες. Οι εξαγωγές ήταν ελάχιστες. Προφανώς τα κριτήρια ποιότητας της εταιρείας ήταν ψηλά και είχε στόχο να προσφέρει στους πελάτες ένα επίπεδο ποιότητας που σημαδεύει πολλά σουηδικά προϊόντα και έχει κάνει την σουηδική βιομηχανική παραγωγή συνώνυμη με την καλή σχεδίαση και την ψηλή ποιότητα.
Και ερχόμαστε σε μερικά περίεργα που έγιναν πριν μερικά χρόνια. Τότε είχαν φανεί στην διεθνή αγορά παρτίδες πρώιμων κοκοροτούφεκων της Husvarna, αυτά με το σύστημα Λεφωσέ. Τα περισσότερα είχαν δαμασκηνές κάννες και ήταν της περιόδου 1875 έως 1900. Οντας Λεφωσέ δεν γέμιζαν το μάτι του μέσου κυνηγού ή συλλέκτη. Ωστόσο μερικοί οπλουργοί πρόσεξαν την εκπληκτική ποιότητα στις φωτιές και κατάλαβαν ότι με ελάχιστα χρήματα, ένα τέτοιο δίκαννο έπιανε γύρω στα 100 Ευρώ, έπαιρναν ένα ζευγάρι φωτιές ισάξιες αγγλικών φωτιών Brazier και Stanton. Εχω βάσιμες πληροφορίες ότι μερικές φωτιές Husqvarna εφαρμόστηκαν σε αγγλικά κοκοροτούφεκα με φθαρμένες φωτιές. Δεν θα αναφέρω τα ποσά που χρεώθηκαν για “αντικατάσταση” με δήθεν αγγλικές χειροποίητες φωτιές.
Επειδή κατά καιρούς εμφανίζονται δίκαννα Husqvarna αξίζει να τα έχει κανείς υπόψη. Τα ενδιαφέροντα μοντέλα είναι τα κοκοροτούφεκα του μεσοπολέμου όπως αυτό των φωτογραφιών και τα μοντέλα με μισές φωτιές που παράγονταν από το 1949 μέχρι το 1977. Τα περισσότερα έχουν λιτό φινίρισμα και απλά ξύλα. Εμφανισιακά δεν γεμίζουν το μάτι και δεν πιάνουν ψηλές τιμές. Εσωτερικά προσφέρουν ότι καλύτερο για όσους έχουν γνώση και γούστο.
Οι φωτογραφίες του κοκοροτύφεκου που συνοδεύουν το άρθρο είναι από το κατάστημα Mark’s Born Again Birdguns LLC στην πολιτεία του Wisconsin. Το δίκαννο είναι προς πώληση στο χώρο δημοπρασιών Guns International.