Ενα από τα πολλά παράδοξα του χώρου των καλών αγγλικών όπλων είναι ότι σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν, και κατασκευάζονται ακόμα από άτομα που εκπαιδεύτηκαν εμπειρικά, που μπήκαν στο επάγγελμα ως μαθητευόμενοι μόλις τέλειωσαν το γυμνάσιο. Είναι αμφίβολο αν υπήρχαν, ή αν υπάρχουν ακόμα και σήμερα, τελειόφοιτοι λυκείου ανάμεσα στου άριστους τεχνίτες που κατασκευάζουν όπλα ύψιστης ποιότητας.
Τα “μεγάλα όπλα” δεν σχεδιάζονταν, δεν υπήρχαν μηχανολογικά σχέδια. Οπως έγραψε ο ερευνητής και φίλος, ο αείμνηστος Geoffrey Boothroyd, τα σχέδια στα οποία βασίστηκε η παραγωγή ήταν κάποιες γραμμές με κιμωλίσ στο πάτωμα και για πρωτότυπα ήταν κάποια ξύλινα προπλάσματα.
Από πείρα, αφού έβγαλα γυμνάσιο, λύκειο και πανεπιστήμιο στην Αγγλία, γνωρίζω την ανυπομονησία που είχαν πολλοί μαθητές να φύγουν από το σχολείο όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Στην εποχή μας η μικρότερη ηλικία αποφοίτησης ήταν τα 15 χρόνια. Υποθέτω ότι προπολεμικά ήταν ακόμη πιο μικρή. Σε αυτή την ηλικία, με μόρφωση τρίτης γυμνασίου πήγαιναν ως μαθητευόμενοι οι νέοι τεχνίτες.
Με τόσο νεαρό και τόσο απαίδευτο προσωπικό φυσικό ήταν τα επαγγέλματα να αναπτύσσουν κώδικες επικοινωνίας που ήταν ανάλογοι των γραμματικών γνώσεων των μαθητευομένων. Είναι ενδεικτικό ότι η ορολογία των όπλων στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιεί περισσότερο αγγλοσαξωνικής καταγωγής λέξης παρά τις πιο περίπλοκες λατινογενείς λέξεις που συναντά κανείς στην μηχανολογία πανεπιστημιακού επιπέδου. Μια μικρή παρένθεση εδώ για το γλωσσολογικό. Πριν την εισβολή και κατάκτηση από τους Νορμανδούς το 1066, η Παλαιά Αγγλική Γλώσσα ήταν τα Αλλοσαξωνικά. Η Νορμανδοί έφεραν τα γαλλικά και τότε άρχισε να εξελίσσεται η σύγχρονη Αγγλική γλώσσα που έχει μεγάλο ποσοστό λατινογενών λέξεων. Τέλος παρένθεσης.
Ετσι έχουμε λέξεις όπως Dog, Lug, Spring, Tumbler, Pin, Axle, Screw, Grip, Rib, Stock, και άλλες. Κοφτές, σύντομες λέξεις, εύκολα κατανοητές από έναν 15χρονο μαθητευόμενο, και πάντα την ίδια λέξη για το ίδιο πράγμα ώστε να μην υπάρχει μπλέξιμο και λάθη.
Οπως λέει ο κατασκευαστής Toby Barclay ότι βιδώνει σε μέταλλο είναι Pin, ότι βιδώνει σε ξύλο είναι Screw, ο σκέτος πίρος είναι Axle και αυτά τα εμπεδώνει ο νέος και δεν μπερδεύει το ένα με το άλλο, κάτι δυνητικά καταστροφικό στην κατασκευή ενός πανάκριβου δίκαννου.
Εμείς αγνοούμε την επιλογή των Αγγλων για απλούς όρους. Ισως επειδή δεν έχουμε εγxώρια οπλοκατασκευή, ούτε βαθιά βιομηχανική παράδοση με το δικό της λεξιλόγιο, και βρίσκουμε διέξοδο στην επιλογή όρων καθαρεύουσας όταν μεταφράζουμε τα απλά αγγλοσαξωνικά. Ετσι το Lug γίνεται οπλιστήρας, το Pin μηχανόβιδα, το Clip γεμιστήρας και πάει λέγοντας. Η επιμονή αυτή κάποτε δίνει την εντύπωση ότι αναπληρώνουμε το κατασκευαστικό κενό, την έλλειψη ουσιαστικής κατασκευής, με την περίπλοκη ορολογία. Η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε πρόσφατα σε μια συζήτηση για την ειδική περίπτωση της καναδικής επαρχίας της Αλμπέρτα, της μόνης ίσως περιοχής παγκοσμίως που κατάφερε να εξαλείψει τους αρουραίους. Η Αλμπέρτα έχει εμβαδόν πενταπλάσιο της Ελλάδας και πληθυσμό κάτω από 5 εκατομμύρια. Το ζητούμενο στη συζήτηση ήταν η επίδραση που έχει αυτή η επιτυχία στους πληθυσμούς εδαφόβιων πουλιών που είναι από τα μεγάλα θύματα των αρουραίων.
Δύο τουλάχιστον συνομιλητές έσπευσαν να χρησιμοποιήσουν τον όρο “αρουραιόπληκτοί” για να περιγράψουν την κατάσταση στους περισσότερους νομούς της Ελλάδας. Και αφού βρέθηκε ο εντυπωσιακός καθαρευουσιάνικος όρος είχαμε όλοι την εντύπωση ότι κάτι κάναμε. Αν δεν είχαμε λύση είχαμε τουλάχιστον την ακριβή περιγραφή του προβλήματος.