ΓΕΜΙΖΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ!

 

Ο πίνακας είναι ανυπόγραφος, είναι αγγλικός και χρονολογείται από τα τέλη του 18ου αιώνα.

Δεν είμαι κριτικός τέχνης, αλλά ως κυνηγός βλέπω πολλά ενδιαφέροντα πράγματα στον πίνακα.

Εκ πρώτης όψεως ο πίνακας απεικονίζει έναν Αγγλο κυνηγό στο κυνήγι με τα δύο του σκυλιά. Εκ πρώτης όψεως, διότι μια δεύτερη ανάγνωση βγάζει πολλά περισσότερα.

Ο κυνηγός έχει ένα μονόκαννο εμπροσθογεμές με τσακμακόπετρα, το οποίο το γεμίζει ΜΟΝΟΣ του!

Τα σκυλιά του είναι στα πόδια του, αναμένοντας εντολές. Είναι δηλαδή κυναγωγός, ο ίδιος.

Κουβαλά τσάντα. Μια τσάντα αρκετά μεγάλη για να χωρά τα σύνεργα που χρειάζεται ένας κυνηγός με εμπροσθογεμές (μπαρουτοθήκη, σκαγιοθήκη και άλλα). Το μέγεθος της τσάντας δείχνει και το όριο της κάρπωσης που μπορεί να πετύχει ο κυνηγός αυτός.

Το φόντο είναι ανοικτή ύπαιθρος. Ενα σπίτι στο βάθος δείχνει τον τελικό προορισμό του κυνηγού, εκεί που θα πάει και θα μαγειρέψει το θήραμα. Δεν υπάρχουν φράχτες, προφανώς δεν είχαν εφεύρει το συρματόπλεγμα το 1875 οι Αγγλοι.

Μερικές δεκαετίες μετά την δημιουργία της ζωγραφιάς, γύρω στο 1830 πέρασε ο νόμος Περικλεισμού Γης (Inclosure Act) στην Αγγλία. Ενας νόμος που άλλαξε ριζικά την κατοχή και διαχείριση γης. Την ίδια περίοδο φούντωνε η βιομηχανική επανάσταση και η εξάπλωση της βρετανικής αυτοκρατορίας που δημιούργησαν νέα “τζάκια” και οικονομικές δυναστείες.

Το νέο χρήμα επέτρεψε την δημιουργία τεράστιων αγροκτημάτων και την ανάπτυξη του διωχτού κυνηγίου εκτρεφομένων θηραμάτων.

Γύρω στην ίδια περίοδο, το 1830, άρχισε η ραγδαία εξέλιξη του κυνηγετικού όπλου. Τότε εφηύρε το καψύλλι ο Φορσάιθ. Ακολούθησε το φυσίγγι που επέτρεψε την κατασκευή οπισθογεμών όπλων, λίγο αργότερα ήλθε η αυτόματη ανάσυρση της σφύρας και το 1875 βγήκε η πάπια τύπου Ανσον. Αυτή ήταν η κρίσιμη εφεύρεση που επέτρεψε την όπλιση του μηχανισμού με το άνοιγμα του όπλου.

Η όπλιση με το άνοιγμα ήταν το κλειδί. Αυτή επέτρεψε την κατασκευή δίκαννων που άνοιγαν εύκολα και γέμιζαν γρήγορα. Η ταχύτητα ήταν σημαντικό στοιχείο στο κυνήγι με διωχτά θηράματα. Ενας τζέντλεμαν έπρεπε να ρίχνει γρήγορα, αυτό ήταν το ζητούμενο καθώς η ταχυβολία ήταν σημαντικό στοιχείο σε αυτό το είδος κυνηγίου. Ταχυβολία και εμπροσθογεμές είναι ασύμβατες έννοιες.

Ο λόρδος Ρίπον, με δύο γεμιστάδες, που του γέμιζαν τα τρία τουφέκια, σε στατικό κυνήγι γύρω στο 1900.

Δεν υπάρχουν ζωγραφιές από τα κυνήγια στα μεγάλα αγροκτήματα. Ισως επειδή αυτό το είδος κυνηγίου δεν ενέπνεε καλλιτέχνες.

Υπάρχουν όμως φωτογραφίες που δείχνουν τα “τουφέκια” στα “καρφιά” (pegs). Τα στατικά καρτέρια όπου στέκονταν τα “τουφέκια” μαζί με έναν ή δύο γεμιστάδες, με δύο ή τρία δίκαννα. Σκόπευαν πουλιά που πιέζονταν από δεκάδες παγανιστάδες μέσα από ειδικά διαμορφωμένα αλσύλλια ώστε να προσφέρουν δύσκολες τουφεκιές.

Οι τζέντλεμεν δεν γέμιζαν, δεν έκλειναν, δεν κουβαλούσαν τα όπλα τους. Δεν είχαν τσάντες, ούτε σκυλιά στα πόδια τους. Αλλοι βοηθοί εκτελούσαν χρέη κυναγωγού για να βρουν τα πεσμένα θηράματα. Ενα ειδικά κατασκευασμένο κάρο κουβαλούσε την συλλογική τσάντα, το γνωστό game cart, και δεν την έπαιρνε στο σπίτι, την παρέδιδε στον έμπορο θηραμάτων.

Από τον μοναχικό, αυτάρκη κυνηγό στον νταντευόμενο οπλοφόρο μπέμπι με δεκάδες βοηθούς, η διαδρομή κράτησε μόλις τρεις γενιές.

Και ερχόμαστε στο ερώτημα: με ποιον κυνηγό ταυτιζόμαστε σήμερα, με τον μοναχικό κυνηγό κυναγωγό του 1875 ή με τον στατικό λόρδο της φωτογραφίας;

Πριν απαντήσουμε ας κοιτάξουμε στους οπλοβαστούς μας και στους οπλοβαστούς φίλων μας. Αυτό ισχύει για όλους μας.