Τι κοινό έχουν η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Ισαάκ Νιούτον (Νεύτων) και το πλαγιόκαννο;
Την κωμόπολη Γκράνταμ στην επαρχία Λινκολνσάιρ της Αγγλίας. Εκεί γεννήθηκε η “Σιδηρά Κυρία”, εκεί πήγε σχολείο ο Ισαάκ Νιούτον, εκεί δούλεψε ο οπλουργός Νιούτον που έβγαλε τέσσερις μαθητές που στη συνέχεια έβγαλαν τους οπλοκατασκευαστές που μας έδωσαν το σύγχρονο δίκαννο.
Η κομητεία Λινκολνσάιρ στην ανατολική μεριά της Αγλλίας, μακριά από την γενεέτειρα του Edward Newton την Ιρλανδία.
Για να κατανοήσει κανείς το αλλόκοτο της υπόθεσης θα ρίξουμε μια ματιά στο επάγγελμα του σιδηρουργού στην Αγγλία του 1850 με 1900. Ο λαογράφος Τζακ Χάργκρηβς σημειώνει πως η έλλειψη επικοινωνιών και συγκοινωνιών στην Αγγλία του 1900 έδωσε διαφορετικές φόρμες σε κοινά αγροτικά εργαλεία. Ο κάθε σιδεράς, δουλεύοντας μόνος και αποκομμένος στο χωριό του, έφτιαχνε αγροτικά εργαλεία που διέφεραν, κάποτε ριζικά, από τα εργαλεία που κατασκεύαζαν συνάδελφοι του ακόμη και σε γειτονικά χωριά.
Αν υπήρχε τέτοια ανομοιομορφία σε κοινά εργαλεία, λογικό είναι ότι θα υπήρχε μεγάλη ανομοιομορφία σε όχι τόσο κοινά αντικείμενα, όπως τα όπλα, ειδικά όταν αυτά κατασκευάζονταν σε ένα αποκομμένο χωριό όπως ήταν το Γκράνταμ του 18ου αιώνα. Η πραγματικότητα όμως δεν ακολουθεί πάντα τη λογική. Κρίνοντας από τη δουλειά των μαθητών του, ο Newton δίδασκε ύψιστη συμβατική οπλουργική της εποχής εκείνης.
Η απόσταση από το Γκράνταμ στην Κόβεντρυ, την πιο κοντινή βιομηχανική πόλη είναι 120 χιλιόμετρα περίπου. Στον 18ο αιώνα αυτό μεταφραζόταν σε διήμερο και δαπανηρό ταξείδι. Δεν υπήρχαν μέσα επικοινωνίας πέρα από τις χειρόγραφες επιστολές, ο τηλέγραφος έφτασε αργότερα. Τα τρένα επεκτάθηκαν στο χωριό στα μέσα του 19ου αιώνα.
Σε αυτό λοιπόν το αποκομμένο χωριό, στη μέση του πιο επίπεδου και χαμηλού τμήματος της Αγγλίας έζησε και δούλεψε ο Ιρλανδός οπλουργός Edward Newton. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1718 και πέθανε στο Γκράνταμ στα τέλη του 18ου αιώνα. Εχει βρεθεί η διαθήκη του καταχωρημένη στο εθνικό αρχείο της Βρετανίας. Δεν ξέρουμε που μαθήτευσε και γιατί επέλεξε να εγκατασταθεί στο χωριό Γκράνταμ στην ανατολική Αγγλία, την πιο απόμακρη από την Ιρλανδία περιοχή.
Μπορεί ελάχιστα όπλα με την σφραγίδα του Νιούτον να σώζονται σήμερα όμως σώζονται τα έργα και η ιστορία των τεσσάρων μαθητών του, των αδελφών Joseph Και John Manton, του Robert Wogdon, και του John Fox Twigg. Τα όπλα αυτών των τεσσάρων, συν αυτών της οικογένειας Egg, είναι σήμερα τα πιο πολυπόθητα συλλεκτικά όπλα επειδή είναι άψογα κατασκευασμένα και τεχνικά πρωτοποριακά για την εποχή τους.
Ο δάσκαλος που έβγαλε μαέστρους της οπλουργικής, Joseph Manton, μαθήτευσε στον Newton.
Ο πατέρας των αδελφών Manton ήταν ο μυλωνάς του Grantham. Ο πατέρας του Wogdon ήταν σαμαράς. Δεν είναι γνωστό το επάγγελμα του πατέρα του Twigg, όμως οι πιθανότητες είναι οτι και αυτός ήταν αγρότης ή τεχνίτης στο χωριό. Η καταγωγή των τεσσάρων δείχνει ότι πρόκειται για επαρχιοτόπαιδα χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση που εντάχθηκαν με γονική υπογραφή στην υπηρεσία του Newton.
Δίκαννο εμπροσθογεμές με καψύλλια κατασκευής του Joseph Manton πωλήθηκε στην δημοπρασία Rock Island Auctions. Συγκρίνετε την κατάστση αυτού του εμπ΄ροσθογεμούς με αυτά που σώζονται στην Ελλάδα και θα γίνει κατανοητή η λέξη “κατάσταση”.
Ενδειξη της τεχνικής αρτιότητας που πέτυχαν οι τέσσερις μαθητές του Newton είναι τα πιστόλια μονομαχίας που έκαναν τον Wogdon διάσημο. Στην εποχή του δεν είχε ακόμη απαγορευθεί η λύση διαφορών μέσω της μονομαχίας μέχρι θανάτου. Σχεδόν όλοι οι σοβαροί οπλοκατασκευαστές παρήγαγαν πιστόλια μονομαχίας σε ζευγάρια (για ευνόητους λόγους!) μέσα σε πολυτελείς θήκες συνοδευόμενα από τα σχετικά αξεσουάρ.
Ζευγάρι πιστόλια μονομαχίας, τέλη του 18ου αιώνα, δουλειά του Wogdon, μαθητή του Newton, πουλήθηκαν από την West Street Antiques.
Ο Wogdon κατάφερε εκείνη την εποχή να κατασκευάσει πιστόλι μονομαχίας με κυρτή κάννη για να αποφύγει το φαινόμενο της ψηλής βολής, αποτέλεσμα από ότι φαίνεται της νευρικότητας του μονομάχου. Απεικονίσεις με ακτίνες Χ δείχνουν αυτή την κάμψη της κάννης, όπως επίσης δείχνουν και μια απόλυτα ευθεία κάννη σε κάθετο πεδίο. Δηλαδή δεν είχε κάμψη δεξιά ή αριστερά.
Μπορεί και οι τέσσερις μαθητές του Newton να διέπρεψαν στην οπλοκατασκευή, όμως το όνομα του ενός ξεχωρίζει για την συμβολή του στην εξέλιξη του κυνηγετικού όπλου- αυτό το Joseph Manton.
Ο Manton κατασκεύαζε όπλα διαφόρων τύπων, όμως τα κυνηγετικά του λειόκαννα ξεχώριζαν και γρήγορα έγιναν το κριτήριο ποιότητας για τα κυνηγετικά όπλα γενικά. Στην εποχή του δίκαννου με ανάφλεξη με τσακμακόπετρα, (flintlock), ο Manton εφηύρε κάλυμμα για το προσάναμμα, σφήνες ασφαλείας στην βίδα της θαλάμης, ενώ λέπτυνε το σχήμα το λειόκαννου και το έφερε στα σημερινά μέτρα. Τότε, στην εποχή της τσακμακόπετρας, ήταν που έβγαλε την συνταγή ότι ένα λειόκαννο κυνηγετικό όπλο θα πρέπει να είναι 12άρι, να ρίχνει 32 γραμμάρια σκάγια και να ζυγίζει 96 φορές τη γόμωση του.
Η εφεύρεση του καψυλίου στις αρχές του 19ου αιώνα συνέπεσε με την εποχή που μαθήτευσαν στον Manton οι μετέπειτα μεγάλοι κατασκευαστές του κυνηγετικού όπλου: Purdey, Lancaster, Boss, Greener. Από αυτούς τους κατασκευαστές έχουμε ευρεσιτεχνίες που έλυσαν τα μηχανικά προβλήματα του οπισθογεμούς δίκαννου με “σπαστές” κάννες: το συρτάρι Purdey, τον μοχλό ανοίγματος, το τρίτο κλειδί, την μονή σκανδάλη, το τσοκ στην τελική του μορφή, το σουπερποζέ με διακεκομμένους πίρους, ήταν εφευρέσεις αυτών των μαθητών του Manton. Είναι λοιπόν κατανοητή η φράση του Purdey ότι αν δεν υπήρχε ο Manton θα ήταν όλοι ένα μάτσο σιδεράδες.
Προφανώς ο Purdey εννοούσε ότι η μαθητεία στον Manton τους έκανε να ξεχωρίσουν από τον απλό σιδερά εμπνέοντας τους με τα ανώτερα κριτήρια και την ευαισθησία που χρειάζεται ένας καλός οπλουργός. Είναι πιθανόν ότι αυτά τα κριτήρια τα πέρασε στους μαθητές μια γενιά πριν ο μυστηριώδης Edward Newton, που πήγε από την Ιρλανδία στις εσχατιές του Λινκολνσάιρ και όχι μόνο δίδαξε αλλά ενέπνευσε τέσσερις μαθητές του στην υψηλή οπλουργική. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι πως ο Newton έμαθε την οπλουργική σε μια κατ’εξοχήν αγροτική χώρα όπως η Ιρλανδία; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μάλλον χάνεται στα βάθη του χρόνου.